ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο: Ταχυδρομική διανομή. 2. το αρσ. ως ουσ., ταχυδρομικός ο υπάλληλος του ταχυδρομείου. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ταχυδρομικά τα τέλη της αποστολής με το ταχυδρομείο, τα γραμματόσημα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… … Dictionary of Greek
πιττακοφόρος — ὁ, Μ ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκ ιον + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος*] … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
στάβλον — τὸ, ΜΑ ταχυδρομικός σταθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»] … Dictionary of Greek
στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… … Dictionary of Greek
ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… … Dictionary of Greek
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… … Dictionary of Greek
Νάσερ, Γκαμάλ Άμπντελ — (Gamal Abdel Nasser, Μπένι Moρ, Άνω Νείλος 1918 – Κάιρο 1970). Αιγύπτιος πολιτικός. Από ταπεινή οικογένεια ο πατέρας του ήταν σχεδόν αναλφάβητος ταχυδρομικός διανομέας δόθηκε, σε ηλικία εννέα ετών, σ’ έναν θείο του που τον πήρε στο Κάιρο.… … Dictionary of Greek